αυλακίζω
Смотреть что такое "αυλακίζω" в других словарях:
αυλακίζω — (AM αὐλακίζω) 1. κάνω αυλάκι σε αγρό ή κήπο 2. (για θρήνο) κάνω αυλάκια, γρατσουνιές με τα νύχια στο πρόσωπο … Dictionary of Greek
αὐλακίζει — αὐλακίζω trace furrows on pres ind mp 2nd sg αὐλακίζω trace furrows on pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηὐλακισμένων — αὐλακίζω trace furrows on perf part mp fem gen pl αὐλακίζω trace furrows on perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλακιζόμεναι — αὐλακίζω trace furrows on pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλακισθεῖσα — αὐλακίζω trace furrows on aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλακίζοντες — αὐλακίζω trace furrows on pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηὐλακισμένη — αὐλακίζω trace furrows on perf part mp fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλακοτομώ — (Α αὐλακοτομῶ, έω) αυλακίζω … Dictionary of Greek
αύλακα — η και αύλακας, ο (AM αὖλαξ, Α και ἄλοξ και ὦλξ, μόνο στην αιτ. ὦλκα, ὦλκας) αυλάκι κήπου ή αγρού νεοελλ. 1. η αφρισμένη γραμμή που αφήνει πίσω του το πλοίο 2. τεχνητό ή φυσικό όρυγμα όρμου ή λιμανιού για τη διέλευση των πλοίων αρχ. 1. γλυφή 2.… … Dictionary of Greek
καταυλακίζω — (Μ) 1. ανοίγω αυλάκια, οργώνω, αροτριώ 2. μτφ. κάνω βαθιές πληγές, κατατραυματίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αὐλακίζω «κάνω αυλάκι σε κήπο» (< αὖλαξ «αυλάκι»)] … Dictionary of Greek
παραυλακίζω — Μ μετακινώ τα όρια ενός κτήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αὐλακίζω (< αὖλαξ «αυλάκι»)] … Dictionary of Greek